- πατριαρχία
- Τύπος κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο την κυριαρχία και την εξουσία την έχει ο πατέρας. Η π. στους ιστορικούς χρόνους τείνει να γίνει προοδευτικά η επικρατέστερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αντικαθιστώντας τη μητριαρχία. Σημαντικότατο ιστορικό παράδειγμα είναι το ρωμαϊκό οικογενειακό καθεστώς. Η οικογένεια αποτελεί στο πατριαρχικό σύστημα έναν πυρήνα με δομή φανερά πολιτική. Την κυβερνά ο paterfamilias, που ασκεί όλες τις εξουσίες με τρόπο απόλυτο και εκπροσωπεί την οικογένεια στις εξωτερικές επαφές. Έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για την ίδια τη ζωή των μελών της οικογένειας, να απαρνιέται τη σύζυγο, να παντρεύει τα παιδιά του, να απελευθερώνει τους δούλους, να υιοθετεί νέα μέλη της οικογένειας, να διαθέτει την περιουσία. Με τις εξουσίες αυτές του αρχηγού η πατριαρχική οικογένεια τείνει να αποκτήσει μια διάρθρωση που ρυθμίζεται όχι τόσο από τους δεσμούς του αίματος όσο από τις σχέσεις υποταγής προς τον αρχηγό. Η πατριαρχική οικογένεια απαντιάται επίσης στην αρχαία Ελλάδα και στην Άπω Ανατολή.
* * *και πατριαρχεία, ἡ, ΝΜ [πατριάρχης]1. η αρχή και το αξίωμα τού πατριάρχη2. ο χρόνος κατά τη διάρκεια τού οποίου είναι κάποιος πατριάρχης, η θητεία τού πατριάρχηνεοελλ.1. η υπεροχή τού πατέρα, η κυριαρχική θέση του μέσα στην οικογένεια και η απόλυτη υπακοή στις διαταγές του2. (κοινων.) η κατά πατριές οργάνωση τής πρωτόγονης κοινωνίας, κατά την οποία απόλυτος αρχηγός ήταν ο πατέρας τής οικογένειας ή, σε ευρύτερη μορφή, αυτός που θεωρούσαν αρχηγό τού γένους, τής πατριός, σε αντιδιαστολή με την μητριαρχία3. η διοίκηση μιας οικογενειακής ομάδας από έναν υπερήλικο άντρα.
Dictionary of Greek. 2013.